κτίται

κτίται
κτίτης
inhabitant
masc nom/voc pl
κτίτᾱͅ , κτίτης
inhabitant
masc dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περικτίται — οἱ, Α (επικ. τ.) περικτίονες*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κτίται (< κτίζω). Ο τ. εμφανίζει επίθημα * tā και συνδέεται με το αρχ. ινδ. pari ksit «αυτός που κατοικεί τριγύρω» (βλ. λ. κτίζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”